Κρίσιμη η σημερινή τηλεδιάσκεψη υπό τον Ευρωπαίο επίτροπο Γιόργκενσεν που θα κρίνει τις επόμενες κινήσεις Αθήνας και Λευκωσίας. Σταθερό ενδιαφέρον γαλλικού fund για το GSI. Ποιοι δε θέλουν το έργο στην Κύπρο.
Με φόντο το χάσμα πλέον Ελλάδας - Κύπρου για το μέλλον του GSI, αναμένεται σήμερα το απόγευμα η τηλεδιάσκεψη των υπουργών Ενέργειας Ελλάδας και Κύπρου, Παπασταύρου και Παπαναστασίου, με τον Ευρωπαίο Επίτροπο για την Ενέργεια και τη Στέγαση, Νταν Γιόργκενσεν.
Ύστερα από τα αμφίσημα και αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα από την κυπριακή πλευρά, η Κομισιόν επιχειρεί να γίνει γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ των δύο «στρατοπέδων», ώστε να διασφαλίσει ότι το έργο δε θα «παγώσει».
Πάντως, στο πλαίσιο της τηλεδιάσκεψης, αναμένεται να τεθούν επί τάπητος όλες οι εκκρεμότητες που υπάρχουν μεταξύ Λευκωσίας και ΑΔΜΗΕ, με τον τελευταίο να αναμένεται να θέσει στην κυπριακή πλευρά, μεταξύ άλλων, τόσο τον όρο της αποδέσμευσης των 25 εκατ. ευρώ, όσο και της αναγνώρισης του συνόλου των 251 εκατ. ευρώ που έχει δαπανήσει έως τώρα. Σύμφωνα με πηγές κοντά στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στόχος είναι να λυθούν με κάθε δυνατό τρόπο σήμερα όσα εμποδίζουν τη συνέχιση του έργου.
Σε συνέχεια της σύσκεψης αυτής θα ακολουθήσει αύριο ευρεία συντονιστική σύσκεψη μεταξύ ΡΑΑΕΥ, ΡΑΕΚ, ΑΔΜΗΕ και υφυπουργού Ενέργειας, Νίκου Τσάφου, με στόχο να εξεταστούν οι αδειοδοτικές, τεχνικές και ρυθμιστικές εκκρεμότητες που εξακολουθούν να καθυστερούν την πλήρη ωρίμανση του έργου.
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, απαντώντας στις προσωπικές βολές που δέχθηκε από τον υπουργό Οικονομικών της Κύπρου, Μάκη Κεραυνό, τόνισε ότι για να γίνει το έργο πρέπει να είμαστε ενωμένοι και «να πάψει η διγλωσσία».
Παράλληλα, ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, ζητά από την κυπριακή πλευρά να διασαφηνίσει τις όποιες αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις έχει, προκαλώντας όσους αμφισβητούν το έργο να παρουσιάσουν στοιχεία και επιχειρήματα.
Το χάσμα των δύο πλευρών, ποιοι δε θέλουν το έργο
Το χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι μεγάλο και θα μεγαλώνει ακόμη περισσότερο όσο η ΡΑΕΚ επιμένει ότι το έργο, ύψους 1,9 δισ. ευρώ, πρέπει να προχωρήσει με ίδιους πόρους του ΑΔΜΗΕ, με τη χρηματοδότηση των 658 εκατ. ευρώ από την ΕΕ και με χρεώσεις για τους Έλληνες καταναλωτές. Οσο αναγνωρίζει μόνο τα 82 από τα 259 εκατ. ευρώ που έχει δαπανήσει έως σήμερα ο ΑΔΜΗΕ και, κυρίως, όσο ο Κύπριος υπουργός Οικονομικών αρνείται πεισματικά να υπογράψει την έγκριση για την πρώτη δόση των 25 εκατ. ευρώ, η οποία θα άνοιγε τον δρόμο για τον καθορισμό των σχετικών ταριφών.
Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με τη διακρατική συμφωνία που υπεγράφη τον Σεπτέμβριο του 2024, η συμβολή της Κύπρου αντιστοιχεί σε 25 εκατ. ευρώ τον χρόνο για πέντε χρόνια (2025-2029), ποσό που ισοδυναμεί με 6-7 λεπτά του ευρώ την ημέρα ανά καταναλωτή και θα καλυφθεί από το Ταμείο Ρύπων χωρίς να επιβαρύνει νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Γιατί, λοιπόν, η Κύπρος επιμένει να βάζει τρικλοποδιές σ’ ένα έργο, που όχι μόνο θα την έβγαζε από την ενεργειακή απομόνωση αλλά θα έριχνε τις τιμές ρεύματος; Μπορεί τόσο καιρό διά στόματος του κ. Κεραυνού να επικαλείται μελέτες περί μη βιωσιμότητας του έργου, ωστόσο οι πραγματικοί λόγοι είναι πολλοί, διαφορετικοί και κυρίως όχι άγνωστοι στους περισσότερους.
Η Κύπρος παραμένει το μοναδικό κράτος-μέλος της ΕΕ που δεν διαθέτει ηλεκτρική διασύνδεση, με αποτέλεσμα να παράγει όλη την ενέργειά της στο εσωτερικό της και παράλληλα το ηλεκτρικό της σύστημα στηρίζεται κατά 75,5% στο πετρέλαιο, το ακριβότερο και πλέον ρυπογόνο καύσιμο.
Έτσι, η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη και μάλιστα 60% πάνω από το ρεύμα στην Ελλάδα με τα κυπριακά νοικοκυριά να πληρώνουν πάνω από 32 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα.
Το ότι η κυπριακή αγορά ενέργειας είναι μικρή και απομονωμένη, την καθιστά προσοδοφόρα για λίγους επενδυτές και το κλειστό αυτό σύστημα συμφερόντων φαίνεται να μην επιθυμεί καμία αλλαγή.
Από τη μία πλευρά είναι οι εισαγωγείς καυσίμων, που επωφελούνται από τις εισαγωγές πετρελαίου, που ξεπερνούν τα 600 εκατ. ευρώ τον χρόνο, και από την άλλη οι παραγωγοί ΑΠΕ, που αποζημιώνονται σε πολύ υψηλότερες τιμές σε σχέση με την Ευρώπη.
ΠΗΓΗ: businessdaily.gr